μολυβένιος

μολυβένιος
-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) [μολύβι]
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μολυβένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι φτιαγμένος από μολύβι, ο μολύβδινος: Ο μολυβένιος στρατιώτης είναι παραμύθι του Άντερσεν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • αργυρένιος — α, ο ο αργυρός, ο ασημένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργυρός + ένιος, κατάλ. επιθ. τα οποία δηλώνουν ύλη (πρβλ. ασημένιος, μολυβένιος, σιδερένιος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μολύβδινος — η, ο ο μολυβένιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”